- φρυγιστί
- Φρυγιστίin the Phrygian modeindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρυγιστί — Α επίρρ. 1. (ιδίως στη μουσ.) κατά τον φρύγιο τρόπο («ἐν τοῑς φρυγιστὶ μέλεσι», Αριστοτ.) 2. κατά την φρυγική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φρυγία / Φρύξ + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. λυδ ιστί, μηδ ιστί)] … Dictionary of Greek